- κομβέντος
- κομβέντος, ὁ (Μ)συμβούλιο, συναγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conventus (< ρ. convenio «συνέρχομαι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβέντα — η 1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία 2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική») 3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» ξεκάθαρα λόγια, χωρίς… … Dictionary of Greek